Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Ένα παράξενο όνειρο


Ένα παράξενο όνειρο
της Ζώγιας Καλούδη, Β1
          
Κάποτε, σ΄ ένα απόμερο σπιτάκι στο λόφο ζούσε μια γιαγιά με τα τρία εγγονάκια της. ’Ηταν πολύ ευτυχισμένα. Τα παιδιά τρελαίνονταν να ακούν τα παραμύθια της γιαγιάς, καθώς εκείνη πήγαινε πέρα δώθε στην κουνιστή παλιά καρέκλα της, που βρίσκονταν μόνιμα μπροστά στο τζάκι. Τα παιδιά κάθε απόγευμα μόλις τελείωναν τα μαθήματα και βεβαιώνονταν ότι το τζάκι είχε αρκετά ξύλα, καλούσαν την γιαγιά να τους πει ένα..δύο…τρία.. μπορεί και τέσσερα παραμύθια.
          Η μεγαλύτερη εγγονή ήταν η Λυδία και ήταν κοντά στα δεκατέσσερα. Έπειτα ακολουθούσε με τέσσερα χρόνια διαφορά η Ειρήνη και ο τελευταίος ήταν ο  Μάριος και ήταν επτά χρονών. Ήταν κατσούφης, γιατί είχε αρχίσει να πηγαίνει και αυτός στο σχολείο και δεν είχε πια χρόνο να κατεβαίνει το λόφο ξυπόλυτος παρέα με τον Πάρη, το μικρό του σκυλάκι (τι μικρό δηλαδή ίσο μπόι είχαν).
          Η καθημερινότητα των παιδιών ήταν δύσκολη,
το πρωί νωρίς-νωρίς έπρεπε να ετοιμάσουν μόνα τους το πρωινό τους, ν’αρμέξουν την αγελάδα, και ύστερα ξεκινούσαν για το κοντινότερο χωριό όπου πήγαιναν σχολείο. Τα δύο κορίτσια ήταν πολύ καλές μαθήτριες και υπεύθυνες, καθώς πάνω τους στηρίζονταν το σπιτικό τους. Τα κορίτσια μετά το σχολείο πουλούσαν τα χειροποίητα κοσμήματα, πλεχτά και ένα σωρό άλλα αριστουργήματα της γιαγιάς. πειτα με τα λιγοστά χρήματα έπαιρναν τα απαραίτητα και γυρνούσαν στο σπίτι κάθονταν στο τραπέζι όλοι μαζί ακόμα και  ο Πάρης.
          Οι μέρες κυλούσαν δύσκολα. Τα παραμύθια της γιαγιάς για τα παιδιά ήταν μία διέξοδος από την σκληρή καθημερινότητά τους. Το αγαπημένο τους, ήταν αυτό της Σαλονίκης της αδελφής του Μ.Αλεξάνδρου. Τα παιδιά σαν άκουγαν την γιαγιά να αρχινά… «μια φορά και έναν καιρό….» άνοιγαν καλά τα αυτιά τους, έκλειναν τα μάτια τους και ξεκλείδωναν τις πόρτες της φαντασίας τους. Δεν το βαριόντουσαν, όσες φορές και να το άκουγαν. Μα πιο πολύ τους μάγευε η εικόνα αυτής της κοσμοπολίτικης πόλης της Θεσσαλονίκης και έκαναν όνειρα και έλπιζαν να την επισκεφθούν μια μέρα.
          Η γιαγιά βαριά άρρωστη και σε μεγάλη ηλικία πλέον «έφυγε» αφήνοντας τα υπάρχοντά της, την πολύ αγάπη της και  τα παραμύθια της. Κάποια στιγμή τα παιδιά αποφάσισαν να φύγουν από το σπιτάκι τους και να ζήσουν στην αγαπημένη τους πόλη τη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες για δουλειά και θα μπορούσαν να ζήσουν καλύτερα. ρχισαν να μαζεύουν λοιπόν τα λιγοστά πράγματά τους. Ανάμεσα στα μπαούλα και στις τόσες αναμνήσεις, τα παιδιά βρήκαν ένα χρυσό σταυρουδάκι της γιαγιάς και ένα φλουρί κωνσταντινάτο. Αποφάσισαν πως έπρεπε να τα πάρει η μεγαλύτερη η Λυδία.
          Εκείνη το φόρεσε συγκινημένη και χωρίς να το έχει καταλάβει άρχισε να ζει το δικό της παραμύθι. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ένας άγνωστος άνδρας, ο οποίος ήταν μακρινός συγγενής(ή τουλάχιστον έτσι έλεγε).
          Λοιπόν αυτός ο κύριος ζήτησε να υιοθετήσει τα δύο μικρότερα αδέλφια, καθώς ήταν ακόμα ανήλικα. Η Λύδια όμως αρνήθηκε και πήρε τα αδέλφια της και μετακόμισαν στην Θεσσαλονίκη στην περιοχή της ‘Ανω-Πόλης.
Ακόμα όμως και εκεί τα πράγματα ήταν δύσκολα.Η Λύδια μην έχοντας κανένα να την βοηθήσει και να την στηρίξει, άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να γυρίσει πίσω στην ασφάλεια και την θαλπωρή που ένιωθε στο σπιτάκι της γιαγιάς. μως είδε ένα όνειρο , είδε την γιαγιά της να την καθησυχάζει και να της υπόσχεται, πως θα είναι ο φύλακας άγγελός της. ’Επειτα της θύμιζε το λόγο για τον οποίο βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη και ιδιαίτερα κοντά στα κάστρα: να ακολουθήσει το όνειρό της, που ήταν να σπουδάσει βυζαντινολογία και να γίνει ξεναγός στα κάστρα. Στα κάστρα που τόσο την μάγευαν κάθε φορά τα αντίκριζε.
          Αποφάσισε λοιπόν να μείνουν. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, αλλά κάποια μέρα τα παιδιά έφυγαν για το σχολείο και δεν γύρισαν..
          Η Λύδια τρομαγμένη και γεμάτη αγωνία  επισκέφθηκε αμέσως το σχολείο των παιδιών,  μα ούτε και εκεί ήταν τα παιδιά. Ρώτησε όλο τον κόσμο,  μα κανείς δεν τα είχε δει. Πήγε στην αστυνομία και δήλωσε την εξαφάνιση των παιδιών.  Οι ώρες περνούσαν και η αγωνία παρέλυε το σώμα και την ψυχή της…. μέσα στη απελπισία της και κρατώντας σφιχτά στη χούφτα της πάντα το σταυρουδάκι της γιαγιάς ζητούσε την βοήθειά της κλαίγοντας. Ξάφνου άκουσε τη φωνή της γιαγιάς και είδε το πρόσωπό της να καθρεπτίζεται στο σταυρουδάκι,  που λαμπύριζε σαν σε όραμα να την παρηγορεί και να την συμβουλεύει. Ενημέρωσε την Λυδία για τον ρόλο του άγνωστου συγγενή,  ότι δεν έχει καμιά συγγένεια μαζί τους αλλά ότι ήθελε τα παιδιά για υπηρέτες στο μεγάλο κάστρο του. Στο κάστρο αυτό υπήρχαν και άλλα παιδιά που έμειναν ορφανά  και δεν είχαν κανένα στο κόσμο. Εκείνη  δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε από τη γιαγιά της και πίστεψε  ότι όλα αυτά ήταν αποκύημα της φαντασίας της και αποτέλεσμα της κορασης  και της αγωνίας της. Δεν μπορούσε να το δεχθεί η λογική της, γιατί ζούσαν στον 21ο αιώνα και τώρα δεν υπάρχουν άρχοντες, υπηρέτες και κάστρα. Παρόλα αυτά η γιαγιά της συνέχισε την προσπάθειά της, συνέχισε για να θυμίσει στη Λύδια πως μόνο αν πιστέψει στα παραμύθια και στη μαγεία τους- πως κανε μικρ -θα μπορούσε να τα καταφέρει και να βρει τα παιδιά.
          Η Λύδια στην προσπάθειά της να ξαναβρεί τον έλεγχο της σκέψης της και της λογικής της έκλεισε τα αυτιά της και τα μάτια της. Μόλις τα άνοιξε, η γιαγιά είχε πλέον φύγει και η φωνή της έσβησε αφήνοντας το σταυρουδάκι θαμπό. Αμέσως άνοιξε την πόρτα του διαμερσματος και αντίκρυσε μια άλλη διάσταση. ΄Ηταν σαν να βρέθηκε σε άλλο πλανήτη, όλα γύρω της ήταν ονειρικά. Βρέθηκε ανάμεσα σε τεράστια μανιτάρια και ζαχαρωτά σπίτια, στο βάθος απλωνόταν ,ένα δάσος από γλυκόριζες και χιονισμένα με άχνη έλατα ενώ στην πλαγιά του βουνού δέσποζε ένα υπέροχο κάστρο από το οποίο ατένιζες την θάλασσα από μέλι. Το ρολόι στο κέντρο της πολιτείας έδειχνε τους δείκτες να κινούνται ανάποδα .
Μέσα στο κόσμο η Λυδία σαν σε σύννεφο διέκρινε τρείς γνώριμες φιγούρες… ήταν  οι γονείς της και η γιαγιά της. Μόλις τους αντίκρυσε η Λυδία προσπάθησε να τρέξει στην αγκαλιά τους, μάταια όμως το μόνο που κατάφερνε ήταν όσο να τους πλησιάζει τόσο αυτοί να απομακρύνονται. Και έτσι απέμεινε να τους κοιτά από μακριά και να προσπαθεί να ακούσει αυτά που τις ψιθύριζαν.. «σ΄αγαπάμε καρδούλα μου, πίστεψέ στον εαυτό σου και στα όνειρά σου» και καθώς άρχισαν πάλι να απομακρύνονται και να χάνονται μέσα στο σύννεφο ένιωσε το χάδι της γιαγιάς και την ζεστή αγκαλιά των γονιών της. Λίγο πριν χαθούν είδε την γιαγιά να της δείχνει με το δάχτυλο προς την κατεύθυνση που απλωνόταν το σκοτάδι πίσω από τα τείχη του κάστρου.
          Κατευθύνθηκε προς τα εκεί που της υπέδειξε η γιαγιά της, πλησίασε φοβισμένη σαν να έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή της αυτό το τεράστιο τείχος (ενώ το ήξερε απέξω και ανακατωτά και ήταν κάτι που είχε αγαπήσει και καθορίσει τις επιλογές της ζωής της).Πλησιάζοντας το άρχισε να ανακτά το θάρρος της και ξεκίνησε να σκαρφαλώνει πάνω του. ’Ηξερε μέχρι και την πιο μικρή πέτρα ,την κάθε σχισμή, που βρισκόταν και έτσι σχεδίαζε προσεχτικά και επιμελημένα τα βήματά της. Μόλις φτασε στην κορυφή του αντίκρυσε ένα πελώριο βάλτο με αναθυμιάσεις ,ένα μαύρο κατασκότεινο κάστρο και γύρω από αυτό μία τάφρο με κροκόδειλους. Πάνω από το κάστρο κρεμόταν ένας μαύρος ουρανός γεμάτος αστραπόβροντα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με ένα σάλτο βρέθηκε κάτω.
          Καθώς διέσχιζε την κοιλάδα ανοιχτά του βάλτου άρχισε να βρέχει,  να φυσά μανιασμένα, η υγρασία και το κρύο να της τρυπά το σώμα. Δίχως να πτοηθεί συνέχισε το δρόμο της. ΄Εφτασε μπροστά σε ένα άλλο ερειπωμένο πέτρινο κτίσμα και εκεί θυμήθηκε ότι γι΄αυτό της είχε μιλήσει  η γιαγιά της.
          Χτύπησε την τεράστια δρύινη πύλη και σαν δεν της αποκρίθηκε κανείς έσπρωξε και μπήκε δειλά-δειλά ,ο διάδρομος ήταν πέτρες που θαρρείς και ήταν μετέωρες στο χώρο και από κάτω έχασκε το κενό. Ξεκινώντας λοιπόν να πηδάει προσεκτικά από την μία πέτρα στην άλλη έφτασε σε έναν τοίχο γεμάτο σχέδια που στριφογύριζαν. Πήρε το μοναδικό δαυλό που βρήκε και την ώρα που τον αφαίρεσε απ την θέση του , μετακινήθηκε ο τοίχος αποκαλύπτοντάς της μία πύλη. Περνώντας την πύλη αυτή βρέθηκε σε ένα μεγάλο αίθριο με ένα εγκαταλειμμένο κήπο, και γύρω από αυτόν μια θολωτή στοά γεμάτα αγάλματα .Πλησιάζοντας τα, συνειδητοποιεί ότι η ομορφιά των αγαλμάτων είναι απαράμιλλη και ναι τα αναγνώρισε ήταν τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα.
Ακολουθώντας την διαδρομή με τα αγάλματα βρέθηκε σε μια αίθουσα τεράστια όπου υπήρχε μόνο μια επιβλητική κόκκινη πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο. Η Λυδία μόλις πάτησε στο κεφαλόσκαλο του θρόνου άκουσε το τρίξιμο μιας καμάρας να μετακινείτε και να την οδηγεί σε μια αίθουσα που στο κέντρο της υπήρχε μια στρογγυλή  τράπεζα. Στην κορυφή της καθόταν ο άγνωστος μακρινός συγγενής , ενώ στο χώρο υπήρχαν μικρά παιδιά, που όλα έκαναν και από μία δουλειά. Άλλο καθάριζε τα ασημικά ,άλλο κουβαλούσε πιατέλες στο τραπέζι ,άλλο ανεβασμένο πάνω σε σκάλα τακτοποιούσε τα κεριά στα καντηλέρια. Ενώ παράμερα από αυτή την αίθουσα υπήρχε μια άλλη αίθουσα με κάγκελα όπου ο άγνωστος συγγενής κρατούσε αλυσοδεμένα πολλά παιδιά. Η Λύδια προσπάθησε μέσα στο πλήθος των παιδιών να εντοπίσει τα αδέλφια της και τα κατάφερε, τα είδε αλυσοδεμένα μέσα στην φυλακή.
          Αφού μάζεψε όσες δυνάμεις είχε ,πήγε και στάθηκε μπροστά στον άγνωστο συγγενή και με περίσσιο θάρρος του ζήτησε να ελευθερώσει τα αδέλφια της. Όταν αυτός αρνήθηκε τότε η Λυδία τον ρώτησε:
-Πιστεύετε στα παραμύθια και τη μαγεία τους, κύριε;
-Μα φυσικά, μικρή μου, αλλά τι σχέση έχει αυτό με τα αδέλφια σου;
 -Τότε αφήστε μου να σας πω ένα και θα καταλάβετε.
          Μια φορά και έναν καιρό …… και αφηγήθηκε την ιστορία της Σαλονίκης και όλα όσα άκουγε μαγεμένη όταν ήταν μικρή από την γιαγιά της. ΄Εβαλε όλη την τέχνη της και έλεγε έλεγε, ώσπου κάποια στιγμή ο άγνωστος αποκοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε το θόρυβο που έκαναν τα παιδιά στην προσπάθειά τους να ελευθερώσουν και τα υπόλοιπα παιδιά. Η Λύδια χωρίς να χάσει χρόνο με μια επιδέξια κίνηση βρέθηκε πλάι στα αδέλφια της και ζήτησε και στα υπόλοιπα παιδιά να την ακολουθήσουν.
Ακολουθώντας την διαδρομή της επιστροφής χάθηκε μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του κάστρου ,τότε όμως έτσι σαστισμένη και απελπισμένη όπως ήταν παρατήρησε μια μικρή βαριά ξύλινη πόρτα . Πλησιάζοντάς την είδε, ότι στην θέση της κλειδαριάς υπήρχε μία στρόγγυλη εγκοπή και εντελώς ξαφνικά θυμήθηκε το κωνσταντινάτο φλουρί της γιαγιάς  το είχε στην τσέπη της. Το έβγαλε και με πολύ πίστη το τοποθέτησε στην εγκοπή, και ως δια μαγείας η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
          Η Λυδία αγκάλιασε σφιχτά τα αδέλφια της και όρμησε μαζί με όλους προς την ελευθερία. Φτάνοντας στο ξέφωτο και προσπαθώντας να βρεί τρόπο διαφυγής ,αρπάχτηκε από ένα σύννεφο και άπλωσε το χέρι στα παιδιά τα οποία με την βοήθειά της ανέβηκαν  στο συννεφάκι. Το σύννεφο άφηνε πίσω του μια ουρά χρυσόσκονης που έπεφτε στο χώμα και το μετέτρεπε σε γόνιμο καταπράσινο δάσος ,το δάσος του Σειχ-Σου.
          Η φύση είχε ξαναγεννηθεί. Ο ουρανός καθάρισε από τα μαύρα σύννεφα και φάνηκε καταγάλανος με έναν φωτεινό ήλιο  να λάμπει και να γεμίζει ζωή όλη τη φύση. Η Λυδία μαζί με τα παιδιά απολαμβάνουν την  Θεσσαλονίκη από ψηλά που απλωνόταν νωχελικά μπροστά τους.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή «Ξύπνα Λυδία έχεις μάθημα στην σχολή, η ώρα είναι εννιά! Μα τι έπαθες ακόμη κοιμάσαι?»
Η Λυδία άνοιξε τα μάτια της και συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν στο κρεβάτι της. Τα παιδιά δίπλα της ετοίμαζαν τις τσάντες τους  για το σχολείο. Όλα ήταν ένα εξωπραγματικό ΟΝΕΙΡΟ ……….. Τι ανακούφιση !!!!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου