Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Ο Ασχημόμορφος


Ο Ασχημόμορφος
της Αντιγόνης Ελευθερίου, Β1

Πριν από εκατοντάδες χρόνια, τότε που στη γη τριγύριζαν καβαλάρηδες με πανοπλίες, υπήρχαν κάστρα ιππότες και πριγκίπισσες, ζούσε σε ένα απομονωμένο χωριό, ένα μικρό αγόρι. Το όνομα του ήταν παράξενο. Τον είχαν ονομάσει «Ασχημόμορφο»,  γιατί το πρόσωπο του ήταν παράξενο και είχε και μια καμπούρα στην πλάτη. Ζούσε με τους γονείς του, οι οποίοι δούλευαν στα χωράφια.
Καθώς μεγάλωνε έγινε μονόχνοτος και παράξενος, ίσως και λόγω της εξωτερικής του παραμόρφωσης. Κάποια στιγμή ο Βασιλιάς της χώρας κήρυξε πόλεμο σε μια γειτονική χωρά. Ζήτησε τότε από όλους τους άντρες και τα αγόρια άνω των 18 να καταταχτούν στο στρατό. Έτσι έπρεπε και ο Ασχημόμορφος να υπηρετήσει την πατρίδα του. Χαιρέτησε τους γονείς του και ξεκίνησε για την μεγάλη πολιτεία.
Όταν έφτασε εκεί αντίκρισε τα μεγάλα τείχη της πολύς και εντυπωσιάστηκε πολύ. Γύρω από τα τείχη είχε μια μεγάλη τάφρο. Στο βάθος φαινόταν ψηλά τα κάστρα. Ήταν πολύ εντυπωσιακά. Τότε μια μεγάλη γέφυρα κατέβηκε πάνω από την τάφρο και το αγόρι μπήκε μέσα στην πόλη. Αφού ρώτησε κάποιους ανθρώπους που έτρεχαν να κάνουν τις δουλειές τους, κατάφερε και βρήκε το μέρος, όπου συγκεντρώνονταν οι στρατιώτες.
Μόλις τον αντίκρισε ο λοχαγός, θέλησε να τον διώξει. Εκείνος όμως, εντυπωσιασμένος  από όλα αυτά που είχε δει, τον  παρακάλεσε να τον αφήσει να προσπαθήσει να εκπαιδευτεί μαζί με τους υπόλοιπους.
Ο λοχαγός δέχτηκε,  με τον ορό ότι για να αποδείξει πως ήταν ικανός,  θα πήγαινε ένα τελεσίγραφο στη γειτονική χωρά. Έπρεπε να περάσει μέσα από τη χωρά με το άλογο του και όταν έφτανε να το παραδώσει στο βασιλιά της χώρας. Αυτήν την αποστολή του την έδωσε με την βεβαιότητα ότι δεν θα ξαναγύριζε ο Ασχημόμορφος.
Ο Ασχημόμορφος δέχτηκε και αφού του έδωσαν πανοπλία, άρματα και άλογο, ξεκίνησε. Άρχισε να καλπάζει μέσα σε λιβάδια, δάση, βουνά και δεν σταματούσε. Καθώς κάλπαζε έβλεπε πόλεις και χωριά, όμως εντυπωσιάστηκε περισσότερο με τα κάστρα που συναντούσε. Απορούσε, πως οι άνθρωποι μπορούσαν να δημιουργήσουν τέτοια έργα.
Μια μέρα σε μια από τις στάσεις που έκανε για να ξεκουραστεί συνάντησε μια κοπέλα. Αυτή τον πλησίασε χωρίς να αγριευτεί από την ασχήμια του και του μίλησε. « Άκουσε»,  του είπε «εκεί που ταξιδεύεις για να πας έχει πέσει μια μεγάλη αρρώστια και έχει πεθάνει πολύς κόσμος. Για να προστατευτείς, πάρε αυτό το βότανο και μάσησε το. Πρόσεξε να το φυλάς συνετά γιατί είναι δυσεύρετο.» του είπε η κοπέλα. «Αν και θα σε συμβούλευα να γυρίσεις καλυτέρα πίσω στο χωριό σου.»
«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει!»,  είπε ο Ασχημόμορφος. «Γνώρισα καινούργια μέρη, που με άφησαν άφωνο και έξαλλου έχω μια αποστολή να εκτελέσω. Μπορεί να είμαι άσχημος, αλλά δειλός δεν είμαι!»  Η κοπέλα αφού τον χαιρέτησε, έφυγε.
Ο Ασχημόμορφος συνέχισε το  ταξίδι του. Έπειτα από λίγες μέρες είδε από μακριά τα τείχη της πρωτεύουσας του εχθρικού κράτους. Έβγαλε τότε το βότανο και άρχισε να το μασάει. Όταν έφτασε κοντά, διαπίστωσε πως η πόλη ήταν σχεδόν έρημη. Δεν υπήρχαν φρουροί στην πύλη και από παντού ερχόταν μια απαίσια μυρωδιά. Παρόλα αυτά ήταν η ωραιότερη πόλη που είχε δει. Τα κάστρα ήταν επιβλητικά και έφταναν θαρρείς μέχρι τα σύννεφα. Τα τείχη ήταν τόσο χοντρά που δεν μπορούσε να τα ρίξει καμία πολεμική μηχανή. Η τάφρος γύρω από τα τείχη ήταν τεράστια και κάποια στιγμή του φάνηκε πως κάτι υπήρχε μέσα στο νερό. Προχώρησε μέσα στο κάστρο και ακλούθησε το δρόμο που έβγαζε στο παλάτι. Παντού υπήρχαν νεκροί από την φοβερή αρρώστια που χτύπησε την πόλη. Κανείς δεν του έδινε σημασία. «Μα έτσι θα κερδίσουμε τον πόλεμο.», σκέφτηκε, αλλά παρόλα αυτά συνέχισε να προχωρεί από την περιέργεια και μόνο.
Όταν έφτασε στο παλάτι μπήκε μέσα. Αφού προχώρησε έφτασε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί προς μεγάλη του έκπληξη είδε τον βασιλιά και την βασίλισσα νεκρούς πάνω στο θρόνο φορώντας τα επίσημα τους ρούχα. Πήγε κοντά τους, τους είδε και συγκινήθηκε παρόλο που τους έβλεπε πρώτη φορά και ούτε που τους είχε ακουστά. Είχε ευγενική καρδιά παρά την ασχήμια του. Ξάφνου ακούστηκε ένας θόρυβος, γύρισε απότομα και είδε ένα  αγόρι να κλαίει στη γωνία. Πρέπει να ήταν πολύ μικρό. Προσπάθησε να το πλησιάσει, αλλά αυτό φοβήθηκε και έτρεχε να κρυφτεί.
Ο Ασχημόμορφος το ακολούθησε και του φώναξε να μην φοβάται. Κάποια στιγμή το αγόρι σταμάτησε να τρέχει, γιατί είχε κουραστεί. Του φώναξε να μην φοβάται. Τον πλησίασε και κατάφερε να μάθει ότι ήταν ο γιος του βασιλιά, δηλαδή ο πρίγκιπας. Έδειχνε να μην έχει αρρωστήσει. Τότε ο Ασχημόμορφος έβγαλε το βότανο και του το έδωσε να το μασήσει. Κατάφερε να τον ηρεμήσει και να του εξηγήσει το λόγο για τον όποιο ήταν αυτός εκεί.
Αφού σκέφτηκε προσεκτικά έκρινε πως έπρεπε να βοηθήσει αυτό το παιδί. Αν και δεν ήξερε τίποτα από διοίκηση στρατού εμπιστεύτηκε το ένστικτο του και ξεκίνησαν μαζί.
Ένοιωθε πολλές τύψεις που είχε αφήσει την αποστολή του και βοήθησε τους εχθρούς της πατρίδας του. Αφού μετά από μερικές εβδομάδες οργανώθηκαν όλα σταμάτησε ο λοιμός και έγιναν όλα όπως έπρεπε με την βοήθεια του. Όμως έπρεπε να φύγει. Του ήταν δύσκολο να αποχωριστεί αυτά τα κάστρα και αυτό τον τόπο. Όμως είχε ένα χρέος που έπρεπε να αποπληρώσει.
Παρά τα παρακάλια του νέου βασιλιά, πήρε ένα άλογο και έφυγε. Δεν σταμάτησε να καλπάζει παρά μόνο όταν έφτασε στο χωριό του. Εκεί ήθελε να πάει. Έτσι κι αλλιώς στην μεγάλη πόλη δεν τον ήθελαν δεν ήθελε να ξέρει τι απέγινε με τον πόλεμο. Συνέχισε να ζει απλά ως το τέλος της ζωής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου