Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Ο Θησαυρός του Επταπυργίου


Ο Θησαυρός του Επταπυργίου
της Ελευθερίας Γεργωλά, Β1

Σε μια εποχή πολύ μακρινή από τη δική μας, ήταν  κάποτε ένας πύργος, Επταπύργιο ονομαζόταν, και λεγόταν ότι μέσα υπήρχε μεγάλος θησαυρός. Κανείς όμως δεν μπορούσε να τον πλησιάσει, γιατί το δάσος που το περικύκλωνε ήταν στοιχειωμένο. Σ’ ένα βασίλειο εκεί κοντά, ζούσε ένας τρανός και δίκαιος βασιλιάς μαζί με την γυναίκα του. Αυτός ο βασιλιάς είχε μια κόρη, τόσο όμορφη που την υμνούσαν για την ομορφιά της και έφτιαχναν τραγούδια για αυτήν. Ο βασιλιάς ήθελε να παντρέψει την κόρη του, γι‘ αυτό της έφερνε παλικάρια μόνο από αριστοκρατικές οικογένειες για να διαλέξει.
Η κόρη του όμως αρνιόταν, και έλεγε πως αυτός που θα την παντρευόταν δεν χρειαζόταν να είναι πλούσιος, αλλά να έχει καλή καρδιά. Ο πατέρας της διαφωνούσε και συνέχισε με το ίδιο τροπάρι. Η πριγκίπισσα δεν διάλεγε κανένα από τα παλικάρια που της έφερνε ο πατέρας της γιατί όλα είχαν στο μυαλό τους την κληρονομιά της. Κάποια στιγμή,  αγανακτισμένη και απελπισμένη, η πριγκίπισσα κατέφυγε, για βοήθεια, σε μια μάγισσα που ζούσε στο στοιχειωμένο δάσος κοντά στο Επταπύργιο. Η μάγισσα λυπήθηκε την νεαρή κοπέλα και τη βοήθησε.

Όταν η πριγκίπισσα γύρισε πίσω στον πατέρα της, τον αντιμετώπισε και θυμωμένη του είπε ότι αν συνέχιζε να την πιέζει να παντρευτεί τότε θα το μετάνιωνε. Ο βασιλιάς όμως τη χλεύασε και της είπε λόγια βαριά. Τότε, η κοπέλα έβγαλε από την τσέπη του φουστανιού της ένα πουγκί γεμάτο μαγική σκόνη, την έχυσε πάνω της και εξαφανίστηκε σε έναν στρόβιλο πράσινου καπνού. Το μόνο που απέμεινε ήταν ένα βουναλάκι πράσινης σκόνης και ο σοκαρισμένος βασιλιάς, που άκουγε τη φωνή της κόρης του, δυνατή και καθαρή, σαν να ήταν δίπλα του, να του λέει ότι όταν θα βρεθεί το κατάλληλο παλικάρι για να την παντρευτεί, μόνο τότε θα γυρνούσε.
Ο βασιλιάς πανικόβλητος έστειλε στρατεύματα ολόκληρα να ψάξουν την κόρη του, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Έπεσε τότε σε βαθιά θλίψη ο βασιλιάς. Απελπισμένος πήγε και βρήκε τη μάγισσα του δάσους και ζήτησε τη βοήθεια της για να βρει την κόρη του. Στη μάγισσα παρέα έκανε ένας κάτασπρος λύκος με καταπράσινο έξυπνο βλέμμα, που κοιτούσε διαπεραστικά το βασιλιά. Η μάγισσα σηκώθηκε από τη θέση που καθόταν, χάιδεψε το κεφάλι του λύκου και είπε στον βασιλιά
«Σε 96 φεγγάρια, ένα παλικάρι θα έρθει αναζητώντας το θησαυρό του Επταπυργίου. Θα έχει μαγεία μαζί του και θα μπει στο δάσος μου. Εγώ θα τον βοηθήσω στην αναζήτησή του και αυτός θα φέρει την κόρη σου πίσω»
Ο βασιλιάς έφυγε, πιστεύοντας ότι η μάγισσα τον κορόιδευε, και έτσι θυμωμένος έστειλε στρατό να την συλλάβουν. Κανείς όμως δεν μπορούσε να μπει πλέον στο δάσος, το οποίο είχε σκοτεινιάσει και πυκνώσει, και όποιος έμπαινε είτε δεν ξαναέβγαινε, είτε έβγαινε θεότρελος. Ο βασιλιάς προσπαθούσε και ξαναπροσπαθούσε ώσπου τα παράτησε και έμεινε μόνος με τη θλίψη του.
Οκτώ χρόνια μετά, ένα νέο, όμορφο παλικάρι, ταπεινής γενιάς, ήρθε στο βασίλειο. Το παλικάρι σταμάτησε έναν ξένο και τον ρώτησε προς τα πού έπεφτε το στοιχειωμένο δάσος. Ο ξένος τον ρώτησε παραξενεμένος γιατί ρωτούσε και ο νέος απάντησε ότι ήθελε να βρει τον θησαυρό του Επταπυργίου. Ο ξένος τον είπε τρελό αλλά του είπε που να πάει. Στάθηκε ο νέος στην είσοδο του δάσους και έβγαλε το ξίφος του. Ήταν ένα μαγικό ξίφος. Άρχισε ο νέος με το σπαθί του να κόβει τα κλαδιά και τα φύλλα που έμπαιναν στο δρόμο του. Λίγο μετά συνάντησε μια ξύλινη καλύβα. Καπνό έβγαινε από την πέτρινη καμινάδα. Έβαλε το σπαθί στο θηκάρι του και χτύπησε την πόρτα. Κανείς όμως δεν του απάντησε. Μπήκε μέσα κουρασμένος, ήπιε λίγο νερό και κάθισε κοντά στη φωτιά να ξεκουραστεί. Αυτός όμως αποκοιμήθηκε.
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, είδε να τον καρφώνει με το  βλέμμα του ένας κάτασπρος λύκος με πράσινα μάτια. Γρήγορα πήγε να βγάλει το σπαθί του, φοβούμενος μην του επιτεθεί το ζώο, όταν μια φωνή ακούστηκε πίσω του.
«Μην φοβάσαι αγόρι μου, λύκος είναι άκακος, μόνο λίγο περίεργος»
Γύρισε και είδε μια συμπαθητική γριούλα.
«Συγνώμη που μπήκα απρόσκλητος στο σπίτι σας, αλλά ήμουν τόσο κουρασμένος πού δεν σκαφτόμουν»
«Δεν πειράζει παιδί μου. Όμως έλα τώρα εδώ να σε φιλέψω»
Αφού λοιπόν φάγανε και ήπιανε, τον ρώτησε η γριά: 
«Τι ζητάς λοιπόν αγόρι μου;»
Και της είπε ο νεαρός για την αναζήτηση του, για το μαγικό σπαθί του και για της  ελπίδες του. Η γριά κύρια τον ρώτησε γιατί τα έκανε όλα αυτά και ο νεαρός απάντησε ότι ήταν η τελευταία επιθυμία του πατέρα του. Η γριά κυρία από την άλλη του είπε ότι ήταν μάγισσα και ότι ήθελε να τον βοηθήσει. Ο νέος δέχτηκε με χαρά και έτσι η μάγισσα προτού φύγει του είπε:
«Πάρε το λύκο μου για να σε προστατεύει από τα θεριά. Πρόσεχε όμως, δεν είναι απλώς λύκος. Κάποτε ήταν άνθρωπος»
Ο νέος την ευχαρίστησε και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Μήνες πέρασαν και ο νέος πολεμούσε με όλα τα θεριά του δάσους. Πολέμησε με δράκους, τέρατα, τρολ, κακά ξωτικά και άλλα πολλά με τον λύκο στο πλευρό του. Ο λύκος τον προστάτευε και τον οδηγούσε. Έγιναν φίλοι οι δυο τους και πολεμούσαν γενναία ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν στο Επταπύργιο. Μπήκε στον πύργο ο νέος και είδε απέραντα πλούτοι μέσα. Διαμάντια, ρουμπίνια, χρυσός… ότι ήθελες. Πανηγύρισαν αυτός και ο λύκος για την επιτυχία τους όταν εμφανίστηκε η μάγισσα  έριξε μια πράσινη σκόνη πάνω στον λύκο και εξαφανίστηκε πάλι. Ένας πράσινος καπνός τύλιξε τον λύκο και μεταμορφώθηκε σε μια μελαχρινή κοπέλα με πράσινα μάτια.
«Ξανάγινα άνθρωπος!» φώναξε η κοπέλα χαρούμενη.
Το παλικάρι την κοιτούσε έκπληκτος. Η κοπέλα ήταν η χαμένη πριγκίπισσα η οποία είχε μεταμορφωθεί σε λύκο για να ξεφύγει από τον πατέρα της. Εξήγησε στον ήρωα την ιστορία της και ύστερα γύρισαν μαζί πίσω στο παλάτι του πατέρα της. Ο βασιλιάς είχε πλέον γεράσει και αρρωστήσει από την λύπη του, αλλά όταν είδε την κόρη του χάρηκε πάρα πολύ και ήταν σαν να ξανάνιωσε. Της ζήτησε συγγνώμη, την αγκάλιασε και ευχαρίστησε τον νεαρό ήρωα. Ο νεαρός και η πριγκίπισσα παντρεύτηκαν και έζησαν στο επταπύργιο. Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου